Αξιώνω Διαφάνεια στην Αστυνομία

Με αφορμή την επιβολή μιας πειθαρχικής ποινής που δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ στους αστυνομικούς που κρίθηκαν ένοχοι για την κακοποίηση των Γιάννου Νικολάου και Μάρκου Παπαγεωργίου, μια ομάδα πρωτοβουλίας πολιτών που θεωρεί αυτήν την ποινή άδικη. ετοίμασε μία επιστολή που θα αποσταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Γενικό Εισαγγελέα, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και την ηγεσία των πολιτικών κομμάτων.

Με την Επιστολή αυτή, την οποία θα μπορούν να υπογράψουν όσοι πολίτες της Κύπρου το επιθυμούν, αξιώνεται από την πολιτεία όπως προβεί σε ουσιαστικές τομές στον τρόπο λειτουργίας και στελέχωσης της αστυνομίας και των πειθαρχικών συμβουλίων, την εκπαίδευση των αστυνομικών, με την εισαγωγή δικλίδων ασφαλείας που θα δημιουργούν ένα διάφανες πλαίσιο ώστε να αντιμετωπιστεί η αστυνομική βία και αυθαιρεσία με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών.

A police disciplinary commission recently imposed a penalty of not more than EUR 800 for the police officers found guilty of abusing Markos Papageorgiou and Yiannos Nicholaou. This letter is a citizens' response to the injustice, and calls for the state to proceed with meaningful reforms in the police service, including independent and transparent disciplinary councils, more comprehensive police training, and the introduction of safeguards that would create a framework of transparency that would address police violence in order to protect human rights in the Republic of Cyprus. This petition will be sent to the President of the Republic, the Attorney- General, the Minister of Justice and to political party leaders.


.....

Πολίτες της Κύπρου, συμπολίτισσες και συμπολίτες,

Με την απόφαση της πειθαρχικής επιτροπής της αστυνομίας της 6ης Απριλίου να επιβάλει χρηματικές ποινές που δεν ξεπερνούν τα 800 ευρώ στους αστυνομικούς που τον Δεκέμβριο του 2005  βασάνισαν βάναυσα, ανελέητα και κατʼεξακολούθηση δύο άτομα που έφεραν χειροπέδες, τους Γιάννο Νικολάου και Μάρκο Παπαγεωργίου, η κοινωνία δέχτηκε ακόμη ένα ράπισμα στο πρόσωπο από την αστυνομία. Η ηγεσία της τελευταίας παραμένει εκτεθειμένη, ακόμα και μετά την απόφαση του βοηθού αρχηγού Θεόδωρου Αχιλλέως να εφεσιβάλει την απόφαση αυτή 13 μέρες μετά. Κι αυτό γιατί εξακολουθεί να προσποιείται πως δεν συντρέχει κανένας λόγος για ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης από αυτήν, ακόμη και μετά τη νέα απόπειρα συγκάλυψης του ιδίου κρούσματος αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας δια της μεθόδου του αποπροσανατολισμού.

Το γεγονός πως ήταν δυνατό να επιβληθεί ένα τέτοιο πρόστιμο, χαμηλότερο ακόμα και από αυτό που προβλέπεται για την απόρριψη σκουπιδιών στον αυτοκινητόδρομο, αποκαλύπτει το βαθμό στον οποίο υπάρχει θέληση στους κόλπους της αστυνομίας να καταπολεμήσει την αστυνομική βία. Φανερώνει πως σε αυτήν κυριαρχεί η επιθυμία να συνεχίσει να λειτουργεί με τις ίδιες αντιλήψεις, μεθόδους και πρακτικές για τις οποίες  επικρίθηκε αμέτρητες φορές στο παρελθόν.

Με το πρόστιμο αυτό, η ηγεσία της αστυνομίας έχασε τη μεγαλύτερη ευκαιρία που της προσφέρθηκε να προβεί σε ρηξικέλευθες τομές και να κάνει μια καινούργια αρχή στέλλοντας το μήνυμα στα μέλη της πως στο αστυνομικό σώμα δεν υπάρχει χώρος για όσους αστυνομικούς κακοποιούν πολίτες και πως ως οργανισμός δεν θα συγκαλύπτει συστηματικά και κατʼ εξακολούθηση αδικοπραγίες αστυνομικών υποβαθμίζοντάς τες ως μικροπαραπτώματα.

Αντί τούτου, απέδειξε για μια ακόμη φορά πως επιλεκτικά ανέχεται την παραβίαση των νόμων του κράτους, ενώ το καθήκον της είναι να συμβάλει στην τήρησή τους και να προστατεύσει τους πολίτες. Επέλεξε να μείνει ο εαυτό της, θρυμματίζοντας κάθε ίχνος εμπιστοσύνης που απέμεινε στους τελευταίους για αυτήν μετά την εκδίκαση και καταδίκες στην υπόθεση ξυλοδαρμού των εν λόγω φοιτητών ή τις αποκαλύψεις για τη συνεργασία ηγετικών αξιωματικών της με τον κατάδικο δολοφόνο και βιαστή Αντώνη Προκοπίου Κίτα.

Για το λόγο αυτό, η κοινωνία πρέπει να αντιδράσει. Πρέπει να ζητήσει επιτακτικά την ανάληψη ευθυνών από την αστυνομία σε επίπεδο ηγεσίας, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την τιμωρία των καταδικασμένων αστυνομικών ή την περαιτέρω της στάση της έναντι της αστυνομικής βίας, αλλά και αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και τη στελέχωση της ηγετικής της πυραμίδας.

Ως αποτέλεσμα του εξώδικου συμβιβασμού του Γενικού Εισαγγελέα και της υπεράσπισής που οδήγησε στην απόσυρση πιο σοβαρών κατηγοριών όπως της σκληρής, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης και της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, οι αστυνομικοί για τους οποίους μιλάμε, κρίθηκαν ένοχοι από δικαστήριο για την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ένα ασήμαντο πειθαρχικό παράπτωμα, που θα δικαιολογούσε την άκρως επιεική ποινή που επέβαλε το αστυνομικό πειθαρχικό συμβούλιο.

Όπως δείχνουν τα γεγονότα, η αστυνομία εξακολουθεί να αισθάνεται πως έχει τη δυνατότητα να μπορεί να παραπλανεί την κοινωνία υποβιβάζοντας τη βαρύτητα των αδικημάτων που διαπράττουν τα μέλη της επανεντάσσοντας στην υπηρεσία άτομα που αποδεδειγμένα δεν έχουν θέση σε αυτήν. Αυτό πρέπει να αλλάξει.

Ανεξαρτήτως του ότι στους εμπλεκόμενους αστυνομικούς για την υπόθεση ξυλοδαρμού των δύο φοιτητών επέβαλε το δικαστήριο επίσης αδικαιολογήτως επιεικείς ποινές (φυλάκιση με αναστολή), η βαρύτητα των αδικημάτων που διέπραξαν δεν δικαιολογεί την παραμονή τους στο αστυνομικό σώμα. Το γεγονός πως την ηγεσία της αστυνομίας δεν ενοχλεί η παραμονή τους, αποκαλύπτει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι σε αυτήν η απροθυμία, ή έστω η αδυναμία της, να αντιληφθεί την αποστολή της και τις ευθύνες που βαραίνουν στους ώμους της, που δεν αφορούν τίποτα λιγότερο από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών. Φανερώνει πόσο δυνατό είναι το εσωτερικό της σύστημα που ώστε
να εξακολουθεί να πνίγει κάθε πρωτοβουλία εκ των έσω για να θέσει τα του οίκου της σε τάξη.

Φυσικά, το ότι οι εσωτερικές δομές της αστυνομίας είναι διαφθαρμένες, δεν σημαίνει πως όλοι οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε αυτήν είναι επίσης διεφθαρμένοι. Ανάμεσά τους βρίσκονται αρκετοί με ιδανικά και αξίες σε διάφορες βαθμίδες που μπορούν επάξια να φορούν την αστυνομική στολή. Δυστυχώς για αυτούς και προπαντός για την κοινωνία, υπηρετούν σε ένα οργανισμό στον οποίο την αντίληψη για το τι είναι καθήκον καθορίζει η υποκειμενικότητα της εκάστοτε ηγεσίας του.

Οι πολίτες της Κύπρου έχουν κάθε δικαίωμα να ζουν ασφαλείς. Για να υπάρχει άλλωστε αστυνόμευση, φορολογούνται. Δεν φορολογούνται για να συντηρείται το πλαίσιο που επιτρέπει τη συστηματική κατάχρηση εξουσίας ή να γίνονται θύματα αστυνομικής βίας. Δεν φορολογούνται ώστε να λειτουργούν πειθαρχικά συμβούλια στην αστυνομία, εντεταλμένα στην ενθάρρυνση και συγκάλυψη φαινομένων αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας ή κατάχρησης εξουσίας διά της υποβάθμισης της σημασίας τους. Εν ολίγοις, δεν φορολογούνται για τη συντήρηση ενός προσωποπαγούς συστήματος εξουσίας που θεωρεί εαυτόν υπεράνω του νόμου.

Ο προβληματισμός γίνεται ακόμη μεγαλύτερος όταν ληφθεί υπʼ όψιν πως άτομα επιφορτισμένα με την ευθύνη της εκπαίδευσης αστυνομικών επίσης συμμετέχουν σε απόπειρες συγκάλυψης δια του αποπροσανατολισμού όπως δηλαδή έπραξε το πειθαρχικό συμβούλιο με το πρόστιμο στους αστυνομικούς που κρίθηκαν ένοχοι για την κακοποίηση των δύο φοιτητών. Και οι αντιλήψεις και συμπεριφορές των εκπαιδευτών φανερώνουν επίσης το είδος της εκπαίδευσης που προσφέρεται στους αστυνομικούς όπως και το τι επιφυλάσσει αυτή στους πολίτες.

Με βάση τα πιο πάνω, ζητούμε από την πολιτεία όπως:

1.  Αναδιαρθρώσει τάχιστα τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομίας εισάγοντας δικλίδες ασφαλείας και ένα πλαίσιο διάφανης λειτουργίας της διορίζοντας μια νέα ηγεσία ώστε να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία, η οποία θα λογοδοτεί σε μια ανεξάρτητη αρχή.

2.  Αναδιαμορφώσει τον τρόπο στελέχωσης των πειθαρχικών συμβουλίων ώστε να μη συμμετέχουν σε αυτά εν ενεργεία ή πρώην αστυνομικοί.

3.  Αφαιρέσει την ευθύνη για την εκπαίδευση αστυνομικών από την αστυνομία και να την αναθέσει σε μια πλήρως ανεξάρτητη αρχή.

4.  Αφαιρέσει την ευθύνη της εκδίκασης της έφεσης κατά της απόφαση της πειθαρχικής επιτροπής της 6ης Απριλίου από το Συμβούλιο Εφέσεων, του οποίου πρόεδρος είναι ο αρχηγός της αστυνομίας.

5.  Παύσει άμεσα τα μέλη της αστυνομίας που κρίθηκαν ένοχα για την κακοποίηση των  Γιάννου Νικολάου και Μάρκου Παπαγεωργίου.

Η ευθύνη για τη δημιουργία κατάλληλων δομών στη λειτουργία του κράτους που θα αποτρέπουν και θα τιμωρούν την αστυνομική βία, αυθαιρεσία και κατάχρηση εξουσίας είναι μεγάλη και βαραίνει τα πολιτειακά όργανα τα οποία κατά καιρούς εκμεταλλεύτηκαν το αστυνομικό σώμα για μικροπολιτικές σκοπιμότητες συμβάλλοντας έτσι στην περαιτέρω διάβρωσή του. Συνεπώς όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να επιδείξουν το απαιτούμενο αίσθημα ευθύνης και να γίνουν οι πιο πάνω αναγκαίες τομές προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.

Η επιστολή αυτή θα κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Γενικό Εισαγγελέα, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τα πολιτικά κόμματα .